http://www.capital.gr/businessweek/articles.asp?id=470350
ΕΡΓΑΛΕΙΑ
Καθώς οι συνθήκες στην οικονομία και τις αγορές δεν εμφανίζουν σημάδια βελτίωσης, αυξάνεται ο κίνδυνος πως τουλάχιστον ένας κορυφαίος χρηματοπιστωτικός όμιλος θα καταρρεύσει, θέτοντας σε κίνδυνο το χρηματοοικονομικό σύστημα στο σύνολό του. Στην τελική, ο τρόπος με τον οποίο η Fed και οι άλλες εποπτικές αρχές των ΗΠΑ θα διαχειριστούν ένα «πλήγμα» αυτού του βεληνεκούς θα καθορίσει και το πραγματικό μέγεθος της ζημιάς που προκάλεσε η πιστωτική κρίση που ξέσπασε το περασμένο καλοκαίρι. Πρόσφατα, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ανακάλυψαν πως η προστασία που αγόρασαν από εταιρείες ασφάλισης ομολόγων για τα προϊόντα που σχετίζονταν με τους τίτλους subprime δεν είναι «επαρκής».
Δε χρειάζεται φαντασία για να δει κανείς το τι θα μπορούσε να πυροδοτήσει την κατάρρευση μιας τράπεζας. Συγκεκριμένα, αν οι επενδυτές απαιτήσουν την αποπληρωμή των κεφαλαίων τους, τότε θα δημιουργηθεί κρίση στην τραπεζική αγορά. Αν ένα από τα «θύματα» της κρίσης είναι μεγάλη αμερικανική τράπεζα ή χρηματοπιστωτικός όμιλος-«κλειδί» στην αγορά, τότε οι ρυθμιστικές αρχές δε θα έχουν άλλη λύση από το να προβούν σε «επιχείρηση διάσωσης» για να εμποδίσουν το πρόβλημα να επεκταθεί στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η βασική φιλοσοφία πίσω από την ετοιμότητα των ρυθμιστικών αρχών να παρέμβουν έχει τη ρίζα της στην «επιχείρηση διάσωσης» της Continental Illinois National Bank & Trust, η οποία κατέρρευσε το 1984. Τότε, η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις όλων: των μετοχών, των ομολογιούχων, αλλά και των απλών καταθετών. Η «διάσωση» εξόργισε τις υπόλοιπες τράπεζες και τους φορολογούμενους πολίτες. Στον απολογισμό του, αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομίας των ΗΠΑ τόνισε πως θα εφάρμοζε την ίδια επιχείρηση διάσωσης για όποια από τις 11 βασικές τράπεζες αντιμετώπιζε πρόβλημα. Έκτοτε, οι αναλυτές «στοιχηματίζουν» στο ποιες τράπεζες είναι πολύ σημαντικές για να αφεθούν στην κατάρρευση.
Αν εν έτει 2008 κριθεί αναγκαία τέτοιους είδους δραστική παρέμβαση, τότε κατά πάσα πιθανότητα θα πρόκειται για «επιχείρηση διάσωσης» μικρότερης κλίμακας. Οι αμερικανικές αρχές ενδεχομένως να διευκολύνουν τις επενδύσεις από μεγάλους «παίκτες» για να τονώσουν τα κεφάλαια της τράπεζας, τακτική που είχε ακολουθήσει άλλωστε και στην περίπτωση του hedge fund Long-Term Capital Management που κατέρρευσε το 1998. Από την άλλη, δεν αποκλείεται οι αρχές να αναλάβουν τα ηνία της τράπεζας και αφού τη «σπάσουν» σε μικρά κομμάτια, να την πουλήσουν. Υπάρχει και τρίτη εναλλακτική: ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν πως οι ρυθμιστικές αρχές πιθανώς να χαλαρώσουν τις κεφαλαιακές προϋποθέσεις που έχουν θέσει, επιτρέποντας στην εκάστοτε τράπεζα που αντιμετωπίζει προβλήματα να μη βάλει «λουκέτο» και να θεραπεύσει μόνη της τις πληγές της.
Ασχέτως αν υπάρχει ενδεχόμενο να υλοποιηθούν τα παραπάνω σενάρια, ένα είναι σίγουρο: Οι κεντρικοί τραπεζίτες απεχθάνονται τις «επιχειρήσεις διάσωσης». Μάλιστα, νιώθουν ακόμα μεγαλύτερη ενόχληση όταν αναγκάζονται να βοηθήσουν μεμονωμένο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα από ό,τι όταν δημιουργούν τις συνθήκες-«σωσίβιο» για το σύνολο της οικονομίας, μέσω της μείωσης των επιτοκίων και της αύξησης των κυβερνητικών δαπανών. Ο λόγος που οι νομισματικές αρχές δεν ενθουσιάζονται να παρεμβαίνουν είναι πως κατά αυτό τον τρόπο δίνουν «άφεση» σε επικίνδυνες επενδυτικές συμπεριφορές, ενθαρρύνοντας μάλιστα τους καιροσκόπους.
Πάντως, οι ρυθμιστικές αρχές δεν μπορούν να προχωρούν συνέχεια σε «πυροσβεστικές» παρεμβάσεις.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης στην αγορά δανεισμού της δεκαετίας του 1980, η αμερικανική κυβέρνηση δέχτηκε έντονες επικρίσεις διότι σε πρώτη φάση δεν είχε ασκήσει επαρκή έλεγχο στις τράπεζες και εν συνεχεία βοήθησε εκείνες που διοικούνταν από καλά δικτυωμένα πρόσωπα.
Βέβαια, το ενδεχόμενο κατάρρευσης αμερικανικής τράπεζας –στις μέρες μας– πιθανώς να περιοριστεί. Οι διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων και οι περαιτέρω κρατικές δαπάνες δεν αποκλείεται να αποδειχτούν ικανές να δώσουν επαρκή ώθηση στην οικονομία και στους ισολογισμούς των τραπεζών. Επιπροσθέτως, τα ταμεία ορισμένων τραπεζών «ξεχειλίζουν» από τα κεφάλαια που επενδύουν σε αυτές τα επενδυτικά κεφάλαια κρατικού πλούτου (sovereign wealth funds).
Όμως, το υψηλό κόστος του πετρελαίου, το εξασθενημένο δολάριο και η φθίνουσα πορεία των τιμών κατοικίας συνεχίζουν να θολώνουν το τοπίο. Επιπρόσθετα, οι εταιρείες ασφάλισης ομολόγων έχουν δεχτεί ισχυρό «πλήγμα» λόγω της κρίσης στην αγορά subprime. Υπάρχει η έκδηλη ανησυχία πως τα προβλήματα στον εν λόγω ασφαλιστικό κλάδο θα διαχυθούν στην αγορά δημοτικών ομολόγων. Η εξέλιξη αυτή θα σπείρει τον πανικό, καθώς το κράτος και οι τοπικές αυτοδιοικήσεις έχουν άμεση ανάγκη τη στήριξη των ασφαλιστικών εταιρειών στα ομόλογα που εκδίδουν για την υλοποίηση έργων υποδομών.
Η αντίληψη της κυβέρνησης αναφορικά με τις επιχειρήσεις διάσωσης έχει εξελιχθεί στη διάρκεια των τελευταίων ετών. Μετά την κατακραυγή της κοινής γνώμης για τη σειρά τραπεζών που «έσωσε» το κράτος τη δεκαετία του 1980, το Κονγκρέσο «πέρασε» το 1991 τροπολογία σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση θα παρεμβαίνει για την ενίσχυση προβληματικών τραπεζών μόνο όταν το κόστος θα είναι ελάχιστο για τους φορολογούμενους.
Ωστόσο, η εν λόγω τροπολογία παρείχε παραθυράκι στις ρυθμιστικές αρχές. Επιτρέπει σε κορυφαίους αξιωματούχους, ύστερα από συνεννόηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, να προχωρήσουν σε «επιχειρήσεις διάσωσης» ευρείας κλίμακας, αν και εφόσον κρίνουν πως είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μέχρι στιγμής, κανείς δεν έχει χρησιμοποιήσει αυτό το παραθυράκι, καθώς καμία μεγάλη τράπεζα δεν έχει καταρρεύσει από όταν ψηφίστηκε ο νόμος.
Από την άλλη, οι ρυθμιστικές αρχές έχουν αυξήσει τους ελέγχους στις μεγάλες τράπεζες, ούτως ώστε να περιορίσουν το ενδεχόμενο μελλοντικής παρέμβασής τους.
Όπως και να έχει, εάν οδηγηθεί η κυβέρνηση σε νέο γύρο παρεμβάσεων, τότε θα προκληθεί αλυσιδωτή αντίδραση «επιχειρήσεων διάσωσης». Ο Gary H. Stern, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Μινεάπολης, τονίζει πως οι σημερινές ανησυχίες για την πορεία των τραπεζών πιθανώς να πηγάζουν από τις παρεμβάσεις του παρελθόντος. Ο ίδιος πιστεύει πως οι τράπεζες θα είχαν περιορίσει τη ριψοκίνδυνη πολιτική χορηγήσεών τους, αν δεν ένιωθαν πως το κράτος τους προσφέρει προστατευτικό δίχτυ στην περίπτωση που κάτι πάει στραβά.
Ωστόσο, ο Stern εκτιμά πως η πολιτική αποστασιοποίησης της Fed μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε περιόδους σταθερότητας. «Όταν καλείσαι να αντιμετωπίσεις χρηματοοικονομικές αναταραχές, τότε αναγκαστικά πρέπει να επιλύσεις το πρόβλημα» πρόσθεσε ο ίδιος.
Και ιδού τα καλά νέα: Η Γερουσία και η κυβέρνηση Bush επέδειξαν αξιοθαύμαστη ταχύτητα στο να περάσει το «πακέτο» δημοσιονομικών μέτρων για την ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας. Από ό,τι φαίνεται, τα ειδοποιητήρια για επιστροφές φόρου θα αποσταλούν από τις αρχές του καλοκαιριού του 2008.
Όμως, ο κίνδυνος που δημιουργείται από τη δέσμη των μέτρων ενίσχυσης είναι πως λόγω της προεκλογικής περιόδου, μπορεί ορισμένοι να το χρησιμοποιήσουν για την τόνωση της καταναλωτικής δαπάνης, εις βάρος των επενδύσεων σε έργα υποδομής και σε επιχειρήσεις. Η παροχή μετρητών στους καταναλωτές μπορεί να αφυπνίσει την οικονομία όπως ακριβώς ο δυνατός καφές: δίνοντας μια ισχυρή τόνωση στην αρχή, για να εξασθενήσει προς το τέλος του 2008. Οι επενδύσεις σε εργοστασιακές μονάδες ή γέφυρες έχουν μεγαλύτερη διάρκεια εφαρμογής, αλλά και μεγαλύτερη διάρκεια διάχυσης των ευεργετικών ωφελειών τους. Διότι τέτοιου είδους δαπάνες δημιουργούν θέσεις απασχόλησης, προσφέροντας την αναγκαία οχύρωση απέναντι σε ενδεχόμενη ύφεση.
Το «πακέτο» τονωτικών μέτρων συνολικού προϋπολογισμού 145 δισ. δολ. τείνει στην ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης.
Πάντως, υπήρξε διχογνωμία αναφορικά με το ύψος των φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις. Μερίδα εκπροσώπων της παράταξης των Δημοκρατικών υποστήριζαν πως τα κίνητρα για τις επιχειρήσεις δε φέρουν χαρακτήρα για την οχύρωση κατά της ύφεσης.
Έκθεση της Brookings Institution δείχνει πως η αποκλειστική χρήση των κεφαλαίων υπέρ της καταναλωτικής δαπάνης θα ενισχύσει μεν το ΑΕΠ κατά το 2008, ωστόσο η οικονομική ανάπτυξη θα επιστρέψει στις υφιστάμενες τάσεις της έως τις αρχές του 2009. Μέχρι τότε, η πρόσφατη μείωση των επιτοκίων από τη Fed ενδεχομένως να έχει προσφέρει ήδη την αναγκαία στήριξη στην οικονομία. Αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για αυτό.
Οι οικονομολόγοι υποστήριζαν τη διάθεση των κεφαλαίων υπέρ των επενδύσεων. Ωστόσο, διαφωνούσαν στο είδος των επενδύσεων που είναι αναγκαίες για την ενίσχυση της οικονομίας. Οι περισσότερο συντηρητικοί έτειναν υπέρ των προτάσεων Bush, ενώ οι πιο φιλελεύθεροι υποστήριζαν τις δημόσιες δαπάνες για τη δημιουργία έργων υποδομής.
Πάντως, με το να προσπαθεί να τονώσει την κατανάλωση, η αμερικανική οικονομία κάνει ελάχιστα για την ίαση της πληγείσας οικονομίας της χώρας. «Το πρώτο μισό του έτους μπορεί να αποδειχτεί άσχημο, το δεύτερο μισό να εμφανίσει σημάδια ανάκαμψης χάρη στο “πακέτο” και ύστερα να επανέλθει η οικονομία σε κατάσταση επιβράδυνσης» προειδοποιεί ο Nigel Gault, επικεφαλής οικονομολόγος για τις ΗΠΑ στην Global Insight. Μόνο μέσω ενός «πακέτου» μακροχρόνιας ενίσχυσης της οικονομίας θα μπορούσε να αποτραπεί το εν λόγω σενάριο.